υπεράσπιση

υπεράσπιση
η / ὑπεράσπισις, -ίσεως, ΝΜ [ὑπερασπίζω]
η ενέργεια τού υπερασπίζω, προστασία, υποστήριξη («υπεράσπιση τών συνόρων»)
νεοελλ.
1. συνηγορία στο δικαστήριο, παρουσίαση στοιχείων υπέρ τού κατηγορουμένου
2. ο συνήγορος ή το σύνολο τών συνηγόρων («τον λόγο έχει η υπεράσπιση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπεράσπιση — η 1. προάσπιση, προστασία, υποστήριξη, άμυνα: Η υπεράσπιση αυτού του υψώματος απαιτεί θυσίες. 2. συνηγορία σε δικαστήριο: Ανέλαβε την υπεράσπιση του κατηγορουμένου. 3. ο συνήγορος ή οι συνήγοροι: Αποχώρησε η υπεράσπιση από τη δίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερασπίσῃ — ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj mid 2nd sg ὑπερασπίζω cover with a shield aor subj act 3rd sg ὑπερασπίζω cover with a shield fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… …   Dictionary of Greek

  • απολογητική — Ονομάζεται έτσι με ευρύτερη σημασία το τμήμα της διαλεκτικής που έχει σκοπό την υπεράσπιση της αλήθειας (από το ρήμα απολογούμαι, δηλαδή υπερασπίζω τον εαυτό μου). Από αυτή την άποψη μπορούν να θεωρηθούν απολογητικοί οι λόγοι μερικών αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …   Dictionary of Greek

  • στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος …   Dictionary of Greek

  • συνηγορία — η, ΝΑ [συνήγορος] το έργο τού συνηγόρου, αγόρευση στο δικαστήριο για την υπεράσπιση διαδίκου νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάθε λόγος ή πράξη που λέγεται ή γίνεται προκειμένου να υποστηριχθεί μία άποψη ή ένα άτομο αρχ. 1. (ιδίως) υπεράσπιση τών… …   Dictionary of Greek

  • υπέρβαση — η, / ὑπέρβασις, άσεως, ΝΜΑ [υπερβαίνω] 1. πέρασμα, διάβαση πάνω από κάτι (α. «υπέρβαση όρους» β. «τέτταρας δὲ ὑπερβάσεις ὀνομάζει μόνον», Στράβ.) 2. μτφ. α) πράξη πέρα, έξω από τα κανονικά ή επιτρεπόμενα όρια (α. «υπέρβαση δαπανών») β) ξεπέρασμα …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”